3.6.13

Vitruvius

Η ηρεμία διασπειρόταν στο κελάιδισμα των πουλιών, στο θρόισμα των φύλλων, μέσα στα λουλούδια και στο καταπράσινο τοπίο του νεκροταφείου. O ήλιος έκαιγε και το άσπρο δέρμα των παρευρισκόμενων κατευθείαν έπαιρνε ένα θερμό βαθύ ροζ χρώμα. 
Δύο κοπέλες ταξίδευαν διαβάζοντας λογοτεχνία, ένα ζευγάρι ηρεμούσε παίζοντας με τις ανθισμένες μαργαρίτες και ο άνθρωπος του Βιτρούβιου, γεμάτος τατουάζ, προσπαθούσε να κοιμηθεί αλλά μάταια.
Ο ήλιος δεν τον άφηνε...
 Η ηρεμία ήταν διάχυτη "εν παντί τόπω" , όπως τα τατουάζ στο κορμί του. Τα έντομα του χάιδευαν το ηλιοκαμμένο σώμα του και εκείνος χαμογελούσε.
Σε ένα τέτοιο παράξενο μέρος όπως το κοιμητήριο, ακόμα κ η παρουσία των εντόμων είναι επιθυμητή.
Ο άνθρωπος του Βιτρούβιου περιτριγυρίζεται από λουλούδια και πεταλούδες. Σχηματίζουν την ολοκλήρωση της φιγούρας του που εγγράφεται στον κύκλο και προεκτείνεται συμμετρικά στο τετράγωνο... Το απόλυτο σύμπαν... και η απόλυτη ηρεμία.,, Η φωνή του δεν ακούγεται... Είναι χαλαρός και παίζει κιθάρα στις πεταλούδες του.
Η παρουσία του επιβλήθηκε στο χώρο καθώς ακόμη και το δροσερό αεράκι σταμάτησε να χαϊδεύει τα φύλλα. H μελωδία των πουλιών, με τη μελωδία της κιθάρας του συντονίστηκαν. Ο Βετρούβιος παρατήρησε το σκηνικό, γύρισε το κεφάλι του 180 μοίρες και χαμογέλασε.
Είχε καταφέρει να δώσει στους ζωντανούς, την ηρεμία των νεκρών...
Τελικά "ο θάνατος δε αξίζει να σε φοβίζει" .... είπε...
Χαμογέλασε ξανά, φόρεσε τα ρούχα του και απομακρύνθηκε από το τοπίο.

Έμειναν μονάχα τα λουλούδια, τα φύλλα, τα πουλιά και ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου...

-Α.